παρτιτούρα

παρτιτούρα
(Μουσ.) Το σύνολο των διαφόρων φωνητικών και οργανικών μερών, που αποτελούν μια μουσική σύνθεση, και τα οποία, καταχωρούμενα το ένα κάτω από το άλλο, υποδεικνύουν κάθετα τα μουσικά όργανα και τις ανθρώπινες φωνές που προορίζονται για συνήχηση. Ένα από τα πρώτα δείγματα π., που περιορίζεται όμως μόνο στην περιοχή των φωνών, περιλαμβάνεται στα Μαδριγάλια του Κυπριανού ντε Pop (1516-1565), που τυπώθηκαν στη Βενετία. Τα πρώτα δείγματα σύγχρονης π., ολοκληρωμένης σε ενδείξεις τόσο ως προς τα όργανα όσο και ως προς τις φωνές, παρουσιάζονται στο έργο του Μοντεβέρντι. Η κατάταξη των μερών στην π. απόκειται στη βούληση του συνθέτη, με την προϋπόθεση όμως ότι θα τηρηθούν οι βασικοί κανόνες ανάγνωσης. Στην π. οι ανθρώπινες φωνές καταχωρούνται συνήθως η μια κάτω από την άλλη, κατά σειρά, από την οξύτερη έως τη βαρύτερη. Ως προς τα όργανα, η π. ακολουθεί την υποδιαίρεσή τους σε ομάδες ή «οικογένειες». Στο επάνω μέρος καταχωρούνται τα ξύλινα πνευστά (φλάουτο, πίκολο, όμποε, αγγλικό κόρνο, κλαρινέτο, φαγκότο, κόντρα-φαγκότο), στη μέση τα χάλκινα πνευστά και τα κρουστά (κόρνο, τρομπέτα, τρομπόνι, τούμπα, τύμπανα, γκραν κάσα, καμπάνες κλπ.) και στο κάτω μέρος γράφονται τα έγχορδα (βιολί, βιόλα, βιολοντσέλο, κοντραμπάσο). Κάθε όργανο και κάθε φωνή είναι δυνατό να υποδιαιρείται σε περισσότερα μέρη. Στις π. για μελόδραμα, οι φωνές των τραγουδιστών και της χορωδίας καταχωρούνται συνήθως ανάμεσα στα μέρη της βιόλας και του βιολοντσέλου. Σε περίπτωση συνθέσεων για οργανικό ή φωνητικό σόλο με συνοδεία ορχήστρας, το αντίστοιχο για το σόλο μέρος καταχωρείται πριν από τα μέρη των εγχόρδων. Στην π. αντανακλάται η πορεία της μουσικής κατά τη συνεχή εξέλιξή της και τη συνεχή απαίτησή της να αποδώσει πάνω στο πεντάγραμμο όλο τον πλούτο της μουσικής σκέψης, που φυσικά δεν προσδιορίζεται μόνο από τον αριθμό των οργάνων και των φωνών που χρησιμοποιούνται (η απέριττη παρτιτούρα ενός Bρανδεμβούργειου κονσέρτου του Μπαχ δεν αξίζει ασφαλώς λιγότερο από την πλουσιότατη π. π.χ. του φινάλε του Τριστάνου και Ιζόλδης του Βάγκνερ). Κατά τα τελευταία χρόνια, η π. πολλές φορές, εγκαταλείποντας το πατροπαράδοτο πεντάγραμμο, παίρνει νέα μορφή, που βασίζεται όχι πια πάνω στα φθογγόσημα, αλλά σε σημεία διαφόρων ειδών. Με την έννοια αυτή, ιδιαίτερη σημασία έχουν οι καινοτομίες του Στοκχάουζεν, που ανέτρεψαν το παραδοσιακό σύστημα μουσικής σημειογραφίας. Εξώφυλλο παρτιτούρας του θεμελιωτή της Ελληνικής οπερέτας Θ.Σακελλαρίδη (φωτ. από την εκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα». Το εξώφυλλο της παρτιτούρας του τραγουδιού «Τι μάτια» του Ν. Χατζηαποστόλου (φωτ. από την εκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»). Παρτιτούρα. Αριστερά, σελίδα από την Ενάτη Συμφωνία του Μπετόβεν, η οποία ακόμα και στην αναζήτηση νέων ηχητικών προοπτικών, διατηρεί την ορχηστρική αρχιτεκτονική του Μότσαρτ και του Χάυδν. Στη μέση, σελίδα από τους «Αρχιτραγουδιστές» του Βάγκνερ. Δεξιά, απόσπασμα ηλεκτρονικής παρτιτούρας: στο «Στούντιο II» του Στοκχάουζεν το ύψος, η διάρκεια και η σύμπλεξη των ήχων, όπως καθορίστηκαν από το συνθέτη, απομακρύνονται τελείως από την παράδοση. Εξώφυλλο παρτιτούρας τραγουδιού του Ν.Χατζηαποστόλου (φωτ. από την εκδ. «100+1 χρόνια Ελλάδα»).
* * *
η
η καταγραφή, σε χειρόγραφη ή τυπωμένη μορφή, ενός μουσικού έργου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ιταλ. partitura < partito μτχ. τού ρ. partire «μοιράζω, φεύγω» < λατ. partio «μοιράζω»].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • παρτιτούρα — η (λ. ιταλ.), σύστημα γραφής μουσικής σύνθεσης, αλλιώς μερολόγι …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ντελίμπ, Λεό — (Leo Delibes, Σεν Ζερμέν ντι Βαλ 1836 – Παρίσι 1891). Γάλλος συνθέτης. Σπούδασε στο Ωδείο του Παρισιού, όπου αργότερα κατέλαβε την έδρα της Σύνθεσης. Η ποικίλη παραγωγή του μπορεί να διαιρεθεί σε τρεις περιόδους, οι οποίες αντιστοιχούν στα τρία… …   Dictionary of Greek

  • αλλοίωση — Η μεταβολή· η μετατροπή· η τροποποίηση· η νοθεία· η παραποίηση· η αποσύνθεση. (Μουσ.) Στη μουσική, η τροποποίηση της οξύτητας ενός ήχου μέσα στα πλαίσια της κλίμακας. Σημειώνεται με ειδικά σημεία που ονομάζονται σημεία α. και τοποθετούνται δίπλα… …   Dictionary of Greek

  • οπερέτα — θεατρικό είδος που αποτελείται από μουσικά μέρη (άριες, κοντσερτάτα, ενόργανη μουσική κλπ.) και από διάλογους σε πεζό, το οποίο δεν εμβαθύνει στα δραματικά στοιχεία, αλλά στηρίζεται στις αρετές, στην πολυτέλεια και στη γοητεία του ίδιου του… …   Dictionary of Greek

  • οργανικός — ή, ό (Α ὀργανικός, ή, όν) [όργανον] 1. αυτός που χρησιμεύει ως όργανο 2. αυτός που αποτελείται από όργανα 3. αυτός που ανήκει στις λειτουργίες τού ανθρώπινου οργανισμού νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται σε όργανο ή σε ζώντα οργανισμό 2.… …   Dictionary of Greek

  • πάρτα — η η παρτιτούρα* …   Dictionary of Greek

  • παρτιτίνο — το μικρή παρτιτούρα, συμπλήρωμα άλλης μεγαλύτερης …   Dictionary of Greek

  • ταβουλατούρα — η, Ν μουσ. παλαιότερο σύστημα σημειογραφίας τής ενόργανης μουσικής, συνώνυμο αρχικά με την παρτιτούρα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γερμ. Tabulatur < νεολατ. *tabulatura < λατ. tabula «πίνακας»] …   Dictionary of Greek

  • Βάγκνερ, Ρίχαρντ — (Richard Wagner, Λειψία 1813 – Βενετία 1883). Γερμανός συνθέτης. Νιώθοντας ιδιαίτερη έλξη για τις ανθρωπιστικές μελέτες που ήταν σε άνθηση στη Δρέσδη και στη Λειψία, ο Β. δεν αποκάλυψε πρόωρα μουσικά ενδιαφέροντα. Το 1831, φοιτητής με ξεχωριστή… …   Dictionary of Greek

  • Ελλαδα - Μυθολογία — ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΜΥΘΟΛΟΓΙΑ Το μυθολογικό υλικό είναι αποτέλεσμα της προσπάθειας των αρχαίων κοινωνιών να ερμηνεύσουν τον κόσμο, τη ζωή και τις σχέσεις των ανθρώπων. Οι ελληνικοί μύθοι αποτελούν μια κοινωνική, συλλογική προσπάθεια κατανόησης και… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”